-
1 горячка
-и θ. (παλ. κ. απλ.)1. υψηλός πυρετός, υπερπυρεξία, κάψα•родильная горячка επιλόχειος πυρετός.
2. δραστηριότητα, φούρια•экзаменационная горячка ο πυρετός των εξετάσεων•
-перед отъездом η φούρια πριν την αναχώρηση•
биржевая горячка ο πυρετός του χρηματιστηρίου.
3. α. κ. θ. οργίλος, -η, θυμώδης.εκφρ.пороть -у – ενεργώ κατεσπευσμένα, φουριόζικα. -
2 горячка
мед. о (πολύ υψηλός) πυρετόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > горячка
-
3 горячка
горяч||каж1. мед. ὁ πυρετός:родильная \горячка ὁ ἐπιλόχειος πυρετός·2. (спешка) ἡ φούρια, ὁ πυρετός, ἡ βιάση:экзаменационная \горячка ἡ φούρια τῶν ἐξετάσεων биржевая \горячка ὁ πυρετός τοῦ χρηματιστηρίου· ◊ пороть \горячкаку ἐνεργῶ φου-ριόζικα· белая \горячка τό τρομώδες παραλήρημα.